Η επιτάχυνση σε ένα ηλεκτρικό όχημα είναι μια εντελώς διαφορετική εμπειρία, σε σύγκριση με τα παραδοσιακά βενζινοκίνητα αυτοκίνητα. Η άμεση ροπή και η σιωπηλή ισχύς των ηλεκτροκινητήρων, μπορεί να ενθουσιάζει πολλούς, αλλά για κάποιους επιβάτες, αυτή η εμπειρία συνοδεύεται από δυσφορία, ή ακόμα και ναυτία.
Αν και δεν είναι όλοι σε θέση να προσδιορίσουν ακριβώς τι τους προκαλεί την αδιαθεσία, η επιστήμη έχει αρχίσει να ρίχνει φως στο φαινόμενο. Και όχι, δεν φταίνε τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία των μπαταριών, ή των ηλεκτρονικών συστημάτων, όπως πιστεύουν κάποιοι. Αυτά τα πεδία είναι υπαρκτά, αλλά πολύ ασθενή για να επηρεάσουν την ανθρώπινη υγεία.
Η απάντηση είναι πιο απλή και βασίζεται στον τρόπο που ο εγκέφαλος και το σώμα μας αντιλαμβάνονται την κίνηση.
Η επιστημονική εξήγηση: Έλλειψη εμπειρίας και αισθητηριακή σύγχυση
Σύμφωνα με τον William Emond, διδακτορικό φοιτητή στο Πανεπιστήμιο Τεχνολογίας Belfort-Montbéliard της Γαλλίας, το φαινόμενο σχετίζεται με την έλλειψη προηγούμενης εμπειρίας. Ο εγκέφαλός μας βασίζεται σε αισθητηριακά σήματα για να εκτιμήσει την κίνηση – όπως ο ήχος του κινητήρα, οι κραδασμοί και οι αλλαγές στις στροφές. Σε ένα ηλεκτρικό όχημα, πολλά από αυτά τα σήματα απουσιάζουν.
Καθώς δεν υπάρχουν τα γνώριμα ακουστικά και απτικά ερεθίσματα, η επιτάχυνση έρχεται πιο ξαφνικά στον οργανισμό, δημιουργώντας μια αισθητηριακή ασυμφωνία, ανάμεσα σε αυτό που “βλέπουμε” και σε αυτό που “αισθανόμαστε”. Αυτή η σύγκρουση μπορεί να οδηγήσει σε ναυτία – μια αντίδραση που μοιάζει πολύ με αυτή που βιώνουμε στη θάλασσα, ή στην εικονική πραγματικότητα.
Ο ρόλος της αναγεννητικής πέδησης
Ένας άλλος παράγοντας που συμβάλλει στη δυσφορία είναι η αναγεννητική πέδηση – η επιβράδυνση του οχήματος, όταν ο οδηγός αφήνει το γκάζι, μέσω της ανάκτησης ενέργειας από τους ηλεκτροκινητήρες.
Μια μελέτη του 2024 με 16 συμμετέχοντες επιρρεπείς σε ναυτία διαπίστωσε ότι όσο πιο έντονη είναι η αναγεννητική πέδηση, τόσο πιο πιθανό είναι να προκληθεί δυσφορία. Η αιτία; Και πάλι η απουσία προβλέψιμων ενδείξεων. Ο εγκέφαλος δεν προλαβαίνει να “προβλέψει” την επιβράδυνση, γεγονός που προκαλεί σύγχυση και τελικά, αδιαθεσία.
Πιθανές λύσεις: Τεχνητά σήματα και νέος σχεδιασμός
Η λύση ίσως βρίσκεται στη δημιουργία τεχνητών σημάτων – ακουστικών, οπτικών ή απτικών (π.χ. δονήσεις) – τα οποία μπορούν να “προειδοποιούν” τον εγκέφαλο για την αλλαγή της κίνησης. Ένα καλό παράδειγμα αυτής της προσέγγισης είναι τα νέα ηλεκτρικά οχήματα της Mercedes-AMG, τα οποία προσομοιώνουν τον ήχο ενός θερμικού κινητήρα, προσφέροντας ένα πιο “γνωστό” περιβάλλον κίνησης στους επιβάτες.
Το σύστημα αυτό, πέρα από την εμπειρία οδήγησης, μπορεί να έχει και ιατρική ή εργονομική χρησιμότητα, μειώνοντας τα συμπτώματα σε άτομα με αυξημένη ευαισθησία στην κίνηση.
Προσωπική εμπειρία: Όταν το σώμα αντιδρά διαφορετικά
Μιλώντας από προσωπική εμπειρία, ορισμένα ηλεκτρικά οχήματα μπορούν να προκαλέσουν ναυτία ακόμα και στον ίδιο τον οδηγό. Στην περίπτωση της BMW i4 M50, η ισχυρή επιτάχυνση και το απότομο φρενάρισμα σε έναν ορεινό δρόμο, προκάλεσαν έντονη δυσφορία – κάτι που δεν συνέβη με άλλα, πιο ήπια ηλεκτρικά μοντέλα στην ίδια διαδρομή.
Αυτό δείχνει πως η αίσθηση ναυτίας, δεν εξαρτάται μόνο από το αν είμαστε επιβάτες ή οδηγοί, αλλά και από την ένταση των δυνάμεων που ασκούνται στο σώμα και από το κατά πόσο το όχημα, παρέχει επαρκή αισθητηριακά ερεθίσματα για να βοηθήσει τον εγκέφαλο να προσαρμοστεί.
Συμπεράσματα
Η ναυτία σε ηλεκτρικά οχήματα είναι ένα φαινόμενο που έχει λιγότερο να κάνει με την τεχνολογία καθαυτή και περισσότερο με την ανθρώπινη φυσιολογία και τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την κίνηση. Η απουσία ήχου και κραδασμών, σε συνδυασμό με απότομες επιταχύνσεις και ισχυρή αναγεννητική πέδηση, μπορεί να “μπερδέψει” τον εγκέφαλο, προκαλώντας αίσθηση δυσφορίας.
Καθώς η ηλεκτροκίνηση εξελίσσεται, οι κατασκευαστές ίσως χρειαστεί να εστιάσουν περισσότερο στην ανθρώπινη εμπειρία, ενσωματώνοντας έξυπνα αισθητηριακά στοιχεία, που θα κάνουν την οδήγηση πιο άνετη για όλους.
Πηγή: insideevs.com

